- ταυτοεργώ
- -έω, Αεπιτελώ το ίδιο έργο με κάποιον άλλον, ταὐτοενεργῶ* («ταὐτοεργεῑ ἡ ἁγία τριάς», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) -/ ταυτ(ο)-* + -εργῶ (< ἔργον*) μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ταὐτοεργός (πρβλ. τον συνηρημ. τ. ταὐτουργός)].
Dictionary of Greek. 2013.